- πρυμνόθεν
- πρυμνόθενfrom the bottomindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρυμνόθεν — ΝΑ επίρρ. 1. από την πρύμνη τού πλοίου 2. μτφ. ολοσχερώς, παντελώς («πόλιν πρυμνόθεν πανώλεθρον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + συνδετικό φωνήεν ο + επιρρμ. κατάλ. θεν] … Dictionary of Greek
AVERSUM Astrum — apud Virg. Georgic. l. 1. v. 217. Candiilus auratis aperit cum cornibus annum Taurus, et averso cedens canis occidit astro; de Argo dicitur, quae instat et incumbit Cani occidenti, ntpote extremae eius caudae iuncta. Puppe enim trahitur, non… … Hofmann J. Lexicon universale
πρύμνη — και πρύμνα, η, ΝΜΑ, και πρύμη Ν 1. το πίσω μέρος τού πλοίου όπου βρίσκεται το πηδάλιο (α. «τρέμει στην πρύμνη η κόρη καθισμένη», Σολωμ. β. «ἐκ πρύμνης ῥίψαντες ἀγκύρας», ΚΔ) 2. (κατ επέκτ.) ολόκληρο το οπίσθιο τμήμα τού καταστρώματος 3. φρ. α)… … Dictionary of Greek